- Ἄνι'
- Ἄνιε , Ἄνιοςmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Άνι — I Αρχαία πόλη της τουρκικής Αρμενίας στην επαρχία του Καρς. Οι αρχαίοι γεωγράφοι την ονόμαζαν Άβνικον (λατινικά Abnicum)Άρνικον.Οι πρώτες πληροφορίες γι’ αυτήν ανάγονται στον 5o αι. μ.Χ., έφτασε όμως στη μεγαλύτερη ακμή της κατά τον 10o και 11o… … Dictionary of Greek
ἄνι' — ἄνια , ἄνιος neut nom/voc/acc pl ἄνιε , ἄνιος masc/fem voc sg ἄ̱νιο , ἄνω 1 accomplish imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἄνιο , ἄνω 1 accomplish pres imperat mp 2nd sg (doric) ἄνιο , ἄνω 1 accomplish imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἄνιο ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέισι, Άνι Σάλιβαν Μάνσφιλντ — (Annie Sullivan Mansfield Macy, Μασαχουσέτη 1866 – Νέα Υόρκη 1936). Αμερικανίδα ειδική παιδαγωγός. Σε ηλικία 5 ετών προσβλήθηκε από τράχωμα (σπάνια ασθένεια των οφθαλμών), η οποία την οδήγησε σε τύφλωση· ανέκτησε την όρασή της, κατόπιν επεμβάσεων … Dictionary of Greek
εγελι(ανι)σμός — ο το φιλοσοφικό σύστημα τού Έγελου (Hegel), ο απόλυτος ιδεαλισμός … Dictionary of Greek
νεοκομφουκι(ανι)σμός — ο (φιλοσ.) μεγάλο ορθολογικό κίνημα αναγέννησης τού κομφουκιανισμού που συντελέστηκε στην Κίνα κατά την εποχή Σονγκ, τον 11ο μ.Χ. αιώνα, και το οποίο άσκησε σημαντική επίδραση στην κινεζική σκέψη για περισσότερα από 800 χρόνια … Dictionary of Greek
νεοκομφουκι(ανι)στής — ο ο οπαδός τού νεοκομφουκιανισμού … Dictionary of Greek
ἀνίδιον — ἀνί̱διον , ἀνά ἰδέω know imperf ind act 3rd pl (doric) ἀνί̱διον , ἀνά ἰδέω know imperf ind act 1st sg (doric) ἀνί̱διον , ἀνά ἰδίω sweat imperf ind act 3rd pl ἀνί̱διον , ἀνά ἰδίω sweat imperf ind act 1st sg ἀνί̱διον , ἀνά ἰδίω sweat imperf ind act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιάζῃ — ἀνῑάζῃ , ἀνιάζω grieve pres subj mp 2nd sg ἀνῑάζῃ , ἀνιάζω grieve pres ind mp 2nd sg ἀνῑάζῃ , ἀνιάζω grieve pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνίλεων — ἀνί̱λεω̆ν , ἀνίλεως unmerciful masc/fem/neut gen pl ἀνί̱λεω̆ν , ἀνίλεως unmerciful masc/fem acc sg ἀνί̱λεω̆ν , ἀνίλεως unmerciful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνίλεως — ἀνί̱λεω̆ς , ἀνίλεως unmerciful adverbial ἀνί̱λεω̆ς , ἀνίλεως unmerciful masc/fem nom pl ἀνί̱λεω̆ς , ἀνίλεως unmerciful masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)